Ο Τσάρλς Γουεϊνς και οι σκέψεις

Ήταν πολλά χρόνια πίσω, κάπου στο Κεντάκι. Μόνος του ο Τσάρλς Γουεϊνς, μέσα στο σπίτι και απομακρυσμένος από τον οποιοδήποτε άλλο άνθρωπο στην περιοχή.

Ώρες νωρίτερα είχε πέσει το σκοτάδι αλλά εκείνος μόλις είχε σηκωθεί από το κρεβάτι του, αν και ήταν αργά και οι λύκοι έξω ούρλιαζαν, κατευθύνθηκε στην διαμπερές κουζίνα του, δίχως να δώσει καμία απολύτως σημασία από την καθημερινή αυτή συνήθεια , άνοιξε το ξύλινο ντουλάπι και τράβηξε πολύ προσεκτικά έξω ένα μπουκάλι ουίσκι bourbon, το οποίο είχε κάνει ειδική παραγγελία από το αποστακτήριο Clear Creek του φίλου του, Τζόν Φράνσις.

Δίπλα του ακριβώς ήταν η ξύλινη κούπα όπου μέσα εισχώρησε ευλαβικά το ουίσκι, αφήνοντας το να κυλήσει πολύ αργά, ακούγοντας τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνει την ώρα που πέφτει. Ηρθε η ώρα να πραγματοποιήσει το καθημερινό του ραντεβού.

Ο πιστός αλλά κατά τα άλλα θαρραλέος του φίλος Ακίτα, Ονόματι Τζάκ, ξαπλωμένος στο χνουδωτό, μάλλινο χαλάκι του, τον κοιτούσε έχοντας σταυρωμένα τα πόδια του, με ένα βλέμμα απορίας για το τι θα ακολουθήσει στη συνέχεια.

Ο Τσάρλς, έχοντας στο χέρι του την κούπα με το ουίσκι, κατευθύνεται στο ξύλινο καθιστικό δίπλα από το μισοσβησμένο τζάκι όπου οι φλόγες του έχουν χάσει την δύναμή τους καίγοντας ώρες νωρίτερα ξύλα μαζεμένα από τα λιβάδια του ίδιου του Τσαρλς.

Οι γουλιές κατέβαιναν αργά καίγοντας του μαζί με τον φάρυγγα και παλιές αναμνήσεις που δεν ήθελε να θυμάται πια. Καθώς η ώρα πέρασε, ο Τσαρλς ντύθηκε ανοίγοντας την δίφυλλη ξύλινη ντουλάπα του, φορώντας ένα σύνολο του Shelby, αποτελούμενο από πορτοκαλί ανοιχτό πουκάμισο κλεισμένο ως το λαιμό με γραβάτα καφέ γκρι και σακάκι γκρι με ρίγες στο χρώμα του πουκάμισου, χρυσή αλυσίδα πιασμένη από το τρίτο κουμπί έως την αριστερή του τσέπη αφήνοντας να αποκαλυφθεί η πανάκριβη, μεγάλη πέτρα από σμαράγδι. Δερμάτινο καφέ παπούτσι Oxford. Καθώς ο Τσαρλς, φορούσε τα στρογγυλεμένα γυαλιά του, όλα έδειχναν πως πλέον ήταν έτοιμος για αναχώρηση.

Ο Jack Ήξερε πως ήταν η ώρα του αφεντικού του να βγει και δεν έκανε καμία απολύτως κίνηση, ένα γάβγισμα ήταν αρκετό για να του ευχηθεί καλή βραδιά, στα συνηθισμένα του.

Αφήνοντας πίσω του την πόρτα του σπιτιού, κατευθύνθηκε από τον μικρό χωμάτινο διάδρομο στο αυτοκίνητο του, ένα Buick Skylark Κόκκινο Με μαύρη ανοιγόμενή οροφή και ασημένια πλαϊνή λωρίδα στο σχήμα του ουράνιου τόξου. Τα στρογγυλεμένα, εξασθενισμένα φώτα του, του έδειχναν την σκοτεινή πορεία μέσα από ένα ομιχλώδες προορισμό που όμως ήταν πάντα ο ίδιος.

Ο Τσάρλς Γουεϊνς έφτασε έξω από το σαλούν όπου και άφησε το κόκκινο αυτοκίνητο του, κατεβαίνοντας με αργές και προσεκτικές κινήσεις, αφήνοντας να εννοηθεί πως το πρόσωπο του είχε μεγάλη βαρύτητα, αν και όλοι το γνώριζαν και Έδειχναν τον σεβασμό τους σε αυτόν.

Τραβώντας μία την δίφυλλη πόρτα, με μία κίνηση είχε βρεθεί μέσα στο σαλούν, στην μία άκρη ο Τζίμη, έπαιζε παλιά blues κομμάτια στο πιάνο.

Κόσμος κάθε λογής που τον κοιτούσε παράξενα ήταν από νωρίς μαζεμένος μέσα στο σαλούν, τα πάντα γύρω του ήταν ξύλινα όπως αρμόζει σε εκείνη την εποχή. Ο Τσάρλς έκατσε σε μία ξύλινη, στρογγυλεμένη καρέκλα, και παρήγγειλε ένα ουίσκι από το δικό του.

Καθώς κυλούσε η ώρα οι σκέψεις του γινόταν ακόμα περισσότερες, οι όμορφες κοπέλες της εποχής τον πλησίασαν για να του κάνουν παρέα, ο Τσάρλς αν και δεν επιθυμούσε την παρέα τους, ήταν ευγενικός, κέρασε τις κοπέλες από ένα σφηνάκι ουίσκι. Ο μπάρμαν έβαλε ένα ουίσκι για τον Τσάρλς, και τις δύο κοπέλες, δύο σφηνάκια από ένα ξεγυρισμένο, παγωμένο τσάι, κάτι που ο Τσάρλς δε γνώριζε αλλά θα τα πλήρωνε από 75 ολόκληρα σεντς το καθένα.

Ο πιανίστας άλλαξε ρεπερτόριο και δυνάμωσε την ένταση, οι κοπέλες έπιασαν από το χέρι τον Τσάρλς λέγοντάς του πως ήρθε η ώρα να χορέψουν, ο Τσάρλς σοβαρός όπως πάντα είπε πως δεν συμμετέχει σε αυτό αλλά θα έβλεπε τις κοπέλες την ώρα της εργασίας τους.

Η ώρα πέρασε και το ποτό είχε κάνει τη δουλειά του, όχι μόνο στο Τσάρλς, αλλά σε όλους τους θαμώνες του σαλούν, δύο μαυροφορεμένοι που κοιτούσαν το Τσάρλς επίμονα από ώρα, τον πλησίασαν με κακό σκοπό, του είπαν πως δεν τους αρέσει που είναι κάθε βράδυ στο σαλούν, ναι είχαν προηγούμενα, του είχαν ζητήσει να συνεργαστούν για μια σκοτεινή υπόθεση τους, όμως ο Τσάρλς δεν ήθελε.

Για ακόμα μία βραδιά οι δύο μαυροφορεμένοι τύποι δεν κατάφεραν να τον πείσουν, και έτσι τον έπιασαν ο ένας από πίσω και ο άλλος χτυπώντας τον, καθώς όλοι οι θαμώνες κοιτούσαν, χωρίς όμως κανένας να κάνει την παραμικρή κίνηση γιατί όλοι γνώριζαν πως οι δύο μαυροφορεμένοι, αλλά και ο Τσάρλς δεν ήταν για συμπάθειες και ομιλίες.

Ο σερίφης της περιοχής έφτασε σχεδόν αμέσως, η μουσική σώπασε, ο πιανίστας έκλεισε το καπάκι του πιάνου και οι πελάτες κοιτούσαν με ανυπομονησία την συνέχεια.

Ο σερίφης ρώτησε τους δύο μαυροφορεμένος τι συμβαίνει, εκείνη είπαν ότι ο Τσάρλς πείραξε τις κοπέλες του σαλούν. Κάποιος θαρραλέος πελάτης από το βάθος, σηκώθηκε και είπε στον σερίφη ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι και δε συνέβη απολύτως τίποτα, με τα πολλά, ο Τσάρλς, πλήρωσε στα γρήγορα τον μπάρμαν, άνοιξε την πόρτα του σαλούν και βγήκε έξω, μπαίνοντας μέσα στο κόκκινο αυτοκίνητο του, δυστυχώς από εκείνο το βράδυ δεν έχουμε νέα και θαρραλέου πελάτη που «έδωσε» τους δύο μαυροφορεμένος.

Ο Τσάρλς Γουεϊνς κατευθύνθηκε λίγα μίλια μακριά περνώντας το ομιχλώδες χωμάτινο τοπίο, έφτασε στο ποτάμι της περιοχής, εκεί κατέβηκε και έκατσε μόνος επάνω σε ένα τεράστιο βράχο, έχοντας τις σκέψεις του για παρέα μέχρι το πρωί. Ο ήλιος ανατείλει, λούζοντας τον πανέμορφες ηλιαχτίδες που του καίγαν βασανιστικά τα μισοκλεισμένα μάτια του.

Δυστυχώς, ήταν ακόμη ένα βράδυ από τα πολλά που είχε ζήσει στη ζωή του, μία απλή ρουτίνα, μία καθημερινότητα όπου δεν διέφερε σε τίποτα από τις προηγούμενες ημέρες, ίδιες σκέψεις, ίδιες ιστορίες που δεν είχαν κανένα απολύτως αποτέλεσμα.

Ο Τσάρλς Γουεϊνς κατέληξε το πρωί στο σπίτι του, όπου ο μόνος φίλος του ήταν ο αγαπημένος του σκύλος, ο Τζάκ, που τον υποδέχθηκε για ακόμα μια φορά με ένα γάβγισμα.

Καθώς ξάπλωσε στο κρεβάτι του ο Τσάρλς , αναρωτήθηκε αν είχε διαφορά η συγκεκριμένη μέρα ξέροντας πως η απάντηση θα είναι πάντα η ίδια. Σήκωσε μέχρι τον λαιμό την κουβέρτα του και αποκοιμήθηκε περιμένοντας υπομονετικά να περάσουν οι ώρες να νυχτώσει, για να ξαναπάει στο αγαπημένο του σαλούν.

Κείμενο Ντίνος Κ.

“Βάζοντας τις παρακάτω λέξεις σε σειρά, έφτιαξα ένα φανταστικό κείμενο.”

άντρας, νύχτα, κρεβάτι, ουίσκι, παλιό σπίτι, ντύσιμο, έξοδος, παλιό αμερικάνικο αυτοκίνητο, σκοτεινή διαδρομή, ομίχλη, προορισμός, saloon, είσοδος, μουσική, μπαρ, γυναίκες, ξύλινα όλα, καθιστός στο bar, ντύσιμο, ρολόι με χρυσό από το… , χρήση καδένα και από που, παραγγελία , ουίσκι, σκέψεις, γυναίκες, παρέα, κέρασμα σφηνάκι από τσάι, χορός, παρεξήγηση, μπέρδεμα, διαφωνία για πείραγμα γυναίκας, τσακωμοί, έξοδος, μόνος, αυτοκίνητο, ποτάμι, σκέψεις, ξημέρωμα, αποτέλεσμα, τέλος.

Αν έχεις κάποια φανταστική ή ακόμα και αληθινή ιστορία, μη διστάσεις να την στείλεις στο e-mail που θα βρεις στην επικοινωνία.

One thought on “Ο Τσάρλς Γουεϊνς και οι σκέψεις

  • 30 Δεκεμβρίου, 2022, 3:34 πμ
    Permalink

    Οι σκέψεις του παρέμειναν σκέψεις του 🙂

    Σχολιάστε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *